στρούθειος

στρούθειος
-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον
φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό τού μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό σήμερα ως σαπουνόχορτο
3. φρ. α) «στρούθειον κρέας» — κρέας από στρουθοκάμηλο
β) «στρούθειον μῆλον» ή απλώς «στρούθειον» — είδος κυδωνιών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Ο παρλλ. τ. τρούθιον μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τρουθός τής λ. στρουθός* (χωρίς αρκτικό σ-, πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Τροῦθος, Τρούθων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρούθειον — of an ostrich neut nom/voc/acc sg στρούθειος of an ostrich masc acc sg στρούθειος of an ostrich neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρούθ(ε)ιον — τὸ, Α βλ. στρούθειος …   Dictionary of Greek

  • τρούθιον — τὸ, Α βλ. στρούθειος …   Dictionary of Greek

  • στρούθεια — στρούθειον of an ostrich neut nom/voc/acc pl στρούθειος of an ostrich neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”